ανημπόρια

ανημπόρια
κ. ανημποριά, η
1. σωματική αδυναμία, αδιαθεσία, εξάντληση
2. οικονομική δυσχέρεια, φτώχεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανημπόρια — ανημπόρια, η και ανημποριά, η έλλειψη σωματικής δύναμης, κακοδιαθεσία: Μια μικρή ανημπόρια τον κράτησε στο σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαστήμια — η (AM βλασφημία) ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων νεοελλ. 1. κατάρα 2. βρισιά εναντίον προσώπου αρχ. 1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῑς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ») 2. δυσφήμηση, συκοφαντία.… …   Dictionary of Greek

  • αδιαθεσία — η [αδιάθετος] έλλειψη ψυχικής διαθέσεως, μικρή διαταραχή τής υγείας, ανημποριά, ελαφρά ασθένεια …   Dictionary of Greek

  • αμαυρότης — ( ητος), η (Α ἀμαυρότης) [ἀμαυρός] (νεοελλ. ιατρ.) εξασθένηση τής οράσεως, θολούρα τών ματιών μσν. νεοελλ. το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό αρχ. αδυναμία, ανημπόρια …   Dictionary of Greek

  • αδιαθεσία — η ελαφριά αρρώστια, ανημποριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”